- Έννοια
- Ελληνικά
-
-
εισοδισμός [εἰσοδισμός] ει-σο-δι-σμός ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. διείσδυση οργανωμένης ομάδας με σαφείς προπαγανδιστικούς στόχους σε ιδεολογικά συγγενές ή/και αντίπαλο στρατόπεδο, αποσκοπώντας στην αποδυνάμωση και μετάλλαξή του προς όφελος των επιδιώξεών της: ~ ακραίων στοιχείων στο κόμμα/πρακτόρων στον χώρο της τρομοκρατίας. Πβ. παρείσφρηση. Βλ. -ισμός. [< αγγλ. entr(y)ism, 1963]
⟶ Ακαδημία Αθηνών
-