Εισοδισμός

  1. Έννοια
  2. Ελληνικά
    • εισοδισμός [εἰσοδισμός] ει-σο-δι-σμός ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ. διείσδυση οργανωμένης ομάδας με σαφείς προπαγανδιστικούς στόχους σε ιδεολογικά συγγενές ή/και αντίπαλο στρατόπεδο, αποσκοπώντας στην αποδυνάμωση και μετάλλαξή του προς όφελος των επιδιώξεών της: ~ ακραίων στοιχείων στο κόμμα/πρακτόρων στον χώρο της τρομοκρατίας. Πβ. παρείσφρηση. Βλ. . [< αγγλ. entr(y)ism, 1963]

      Ακαδημία Αθηνών